28 Ιουν 2012

Παλιοπαραμύθι.



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι. 
Ένα μικρόσωμο κορίτσι με, όχι και τόσο, μεγάλα όνειρα. Την έλεγαν Μαρίνα. Σε λίγες μέρες θα έκλεινε τα 22. 
Ευαίσθητη ψυχή και καλοπροαίρετη.
Ήθελε ν' αλλάξει τον κόσμο, όπως πολλά παιδιά της ηλικίας της. Ήταν όμορφη, τουλάχιστον έτσι της έλεγαν. Δεν πίστευε πολύ στον εαυτό της κι αυτό ήταν απ' τα μειονεκτήματά της. Ήταν όμως σίγουρη πως μπορούσε ν' αλλάξει τον κόσμο. Κι αυτό σκόπευε να κάνει, με κάθε κόστος.
Δεν έκανε πολλά όνειρα, όμως βαθιά μέσα της ήθελε απεγνωσμένα να γράψει κάποια στιγμή ένα βιβλίο. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της θαύμαζε πάντοτε τους συγγραφείς -και τους ζήλευε παράλληλα- γιατί είχαν καταφέρει αυτό που εκείνη επιθυμούσε τόσο πολύ. 
Της άρεσε πολύ να γράφει. Η μαγεία του λόγου, του λόγου που τόσο αυθόρμητα πήγαζε από μέσα της, της προκαλούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα. Την μάγευε. Δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις λέξεις που χρησιμοποιούσε. Ο λόγος της ήταν ερασιτεχνικός μα αυθόρμητος, θα έλεγε κανείς. Ω μα της άρεσε τόσο πολύ να γράφει! 
Καθε φορα που αισθανοταν πόνο ή φόβο ή αμφιβολία έπιανε με αυτοπεποίθηση στο χέρι της τη μαύρη πένα και ξεκινούσε. 
Κοιτούσε με χαρά τις άδειες, λευκές σελίδες και μετά από ώρες ξαναγυρνούσε εκεί απ' όπου άρχισε και ξαναδιάβαζε, με μεγάλη περηφάνια, όσα είχε κατορθώσει να γράψει.
Είχε αγοράσει ενα μαύρο τετράδιο απ' το μικρό συνοικιακό βιβλιοπωλείο και είχε γράψει απέξω με λευκό μαρκαδόρο και καλλιγραφικά γράμματα "Προσωπικόν". 
Ήταν πράγματι κάτι πολύ προσωπικό. Δεν ήταν απλώς ένα τετράδιο, ήταν κατάθεση ψυχής. Δεν ηθελε να το μοιραστεί με κανεναν. 
Ήταν ο κοσμος της και δεν ηθελε να μοιράζεται τον κόσμο της.

Το απόγευμα εκείνο δεν φαινόταν ιδιαίτερα διαφορετικό. Καθόταν στο μπαλκόνι της και άκουγε μουσική. Ήταν καλοκαίρι και έκανε αρκετή ζέστη. Μερικές σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους στο μελαγχολικό πρόσωπό της. Αγνάντευε τα αστέρια και σκεφτόταν το μέλλον της. Τι θα κάνει με τις σπουδές της, πως φαντάζεται τον εαυτό της μετά τις σπουδές. Βρισκόταν εγκλωβισμένη ανάμεσα στα "θέλω" και τα "πρέπει" και αυτό τη σκότωνε. Επαναστατικό πνεύμα βλέπεις, αν μπορώ να το πω έτσι. Δεν της άρεσε να επηρεάζεται από ανθρώπους και καταστάσεις. Ήθελε να ορίζει εκείνη τη ζωή της, να είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης αυτής. Να μην ζει με κανόνες και υποδείξεις άλλων. Να μην της κάνει άλλος κανείς κουμάντο. Κυρίαρχη του εαυτού της. Μόνο εκείνη.
Της άρεσε να κάθεται μόνη της και να αναπολεί. Βρισκόταν σε μια κρίσιμη ηλικία. Οι αποφάσεις που καλούνταν να πάρει θα την συνόδευαν για μια ζωή (αργότερα έμαθε πως καμία απόφαση δεν σε συνοδεύει για μια ζωή και πως ανά πάσα στιγμή τα στέλνεις όλα στο διάολο και ζεις όπως εσύ θέλεις), κι έτσι, της ήταν πολύ δύσκολο να επιλέξει. Ήταν τόσο μπερδεμένη. Μικρό κορίτσι, κι όμως ένιωθε τόσο μεγάλη. Έψαχνε να βρει τον εαυτό της. Αναζητούσε, μεταξύ άλλων, τη χαμένη της ελπίδα. 
Δεν είχε πολλούς φίλους. Τελευταία είχε απομονωθεί απ' όλους και απ' όλα και πάλευε με τον εαυτό της. Μόνη της. Πάντα μόνη της. Δεν άφηνε ανθρώπους να την πλησιάσουν, να τη γνωρίσουν, να τη βοηθήσουν. Όλα σε απόσταση. Φοβόταν. Με ρωτάς τι; Έτρεμε στην ιδέα να ξεδιπλωθεί, ν' απογυμνωθεί από τα όπλα της, να δοθεί ολοκληρωτικά στους γύρω της και, εν τέλει, να πληγωθεί, να γίνει για άλλη μια φορά γυαλί που σπάει σε χίλια θρύψαλα και στο τέλος να μαζεύει, και πάλι μόνη, τα κομμάτια της. 
Είχε κουραστεί πια. 
Είχε μάθει καλά το μάθημα της και δεν μπορούσε να βιώνει τις ίδιες καταστάσεις σ' επανάληψη. Ήθελε ν' ανοίξει νέα κεφάλαια στο βιβλίο της ύπαρξής της, να ζήσει έντονα. 
Μα πως να ζήσει έντονα όταν φοβάται να ερωτευτεί, ν' αγαπήσει, να πονέσει; 
Αυτό είναι η ζωή. Εγώ το ξέρω, σε κείνη πες τα.
Μην την κατηγορείς, δεν ξέρεις τι έχει περάσει. 
Δεν ξέρεις, αν ο πόνος που έχεις βιώσει εσύ μπορεί να συγκριθεί με τον δικό της. 
Δεν ξέρεις αν τα παιδικά σου χρόνια μπορούν να συγκριθούν με τα δικά της.
Δεν το ξέρεις. 
Και ήταν καλοκαίρι.

Μερικές μέρες αργότερα γνώρισε ένα αγόρι. Δεν ήταν σαν τα αγόρια που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα. Της φαινόταν διαφορετικός. Μπορεί και να μην ήταν. Δεν την ένοιαζε όμως. 
Στην αρχή ήταν πολύ διστακτική, δεν ήθελε να του δίνει ελπίδες, βλέπεις. Σκεφτόταν εκείνον. Συνεχώς σκεφτόταν τους γύρω της και έπραττε ανάλογα, ώστε να μην τους δυσαρεστεί. Προσπαθούσε τουλάχιστον. Άφηνε πίσω τον εαυτό της όμως. Και αυτό την έτρωγε σιγά σιγά από μέσα. Της έτρωγε τα όργανα, ένα προς ένα.
Έτσι και μ' εκείνον. Δεν του έδινε ελπίδες, όχι επειδή δεν ήθελε, αλλά επειδή φοβόταν. Φοβόταν τα πάντα. Όμως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να χωθεί τελικά στην καρδιά της. Όπως τα πυροτεχνήματα, που σκάνε το ένα μετά το άλλο σ' έναν κατάμαυρο ουρανό. Και ξαφνικά ο ουρανός φωτίζεται και έμοιασε να 'ναι μέρα. 
[..]
Και ο καιρός περνούσε και η χημεία τους γινόταν ολοένα και πιο φανερή.
Και ο καιρός περνούσε και βίωναν έντονα συναισθήματα, πρωτόγνωρα και για τους δύο. Όλοι το έβλεπαν ότι αυτά τα δυο παιδιά περνούσαν όμορφα, ήταν ευτυχισμένα. 
Όμορφες εποχές. 
Και ο καιρός περνούσε.
[..]
Λένε πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. 
Εκείνη δεν το πίστευε και αναρωτιόταν: "Αν τίποτα δεν κρατάει και όλα είναι εφήμερα, τότε γιατί ερχόμαστε σ' αυτό τον κόσμο; Όλα είναι μάταια, λοιπόν;". 
Απάντηση δεν έβρισκε, μα αποζητούσε. 

Μια μέρα πήγε και βρήκε τον μπαμπά της στο σαλόνι. Πίστευε πως όντας μεγαλύτερος εκείνος θα ξέρει. Έπρεπε να ξέρει. Ήθελε απαντήσεις. Της απαιτούσε.
- Μπαμπά, πιστεύεις πως όλα είναι μάταια σ' αυτή τη ζωή; ,τον ρώτησε φανερά μπερδεμένη.
- Τι εννοείς κορίτσι μου; ,της είπε κατεβάζοντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και κοιτάζοντάς τη στα μάτια.
- Όλοι μας γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, ωραία;
- Έτσι φαίνεται πως γίνεται.
- Άρα τίποτα δεν έχει νόημα. Ό,τι κι αν κάνω σ' αυτή τη ζωή, θα ξεχαστεί, θα φθαρεί με το χρόνο και στο τέλος θα χαθεί μαζί με μένα. Σωστά;
- Φοβάμαι πως κάνεις λάθος άγγελε μου.
- Μα γιατί;
- Ερχόμαστε στον κόσμο τούτο για να τον αφήσουμε καλύτερο απ' ότι τον παραλάβαμε. Αυτή είναι η πολυτιμότερη κληρονομιά που μπορείς ν' αφήσεις πίσω σου. Ούτε λεφτά, ούτε σπίτια, ούτε καν παιδιά. Ιδέες κοριτσάκι μου. Μόνο ιδέες.
- Τι εννοείς;
- Στην πορεία της πολύ σύντομης ζωής μας γνωρίζουμε ανθρώπους και συναναστρεφόμαστε μαζί τους. Και είτε το θέλουμε είτε όχι, συμβάλλουμε άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Άλλους τους πληγώνουμε, άλλους τους βοηθάμε και ούτω καθεξής. Οι ιδέες που κουβαλάει ο καθένας μας και οι αξίες και τα ιδανικά που έχει μεταφέρονται κι αυτά από τον έναν άνθρωπο στον άλλον. Για παράδειγμα, οι δικές σου ιδέες θα επηρεάσουν άτομα που θα γνωρίσεις στη ζωή σου καλώς ή κακώς και αντίστροφα.
- Και με τον πόνο τι γίνεται;
- Ποιόν πόνο;
- Τον πόνο της αγάπης. Γιατί πονάει πολύ η αγάπη, μπαμπά, πάρα πολύ.
- Αν δεν πονούσε δεν θα ήταν αγάπη γλυκό μου. Πονάει όσο πρέπει για να σε διδάξει.
- Να με διδάξει τι; Έτσι διδάσκει αυτή, με πόνο;
- Τον εαυτό σου. Γιατί πολύ συχνά χάνουμε τον εαυτό μας ή ξεχνάμε ποιοί πραγματικά είμαστε και μόνο μ' έναν δυνατό πόνο, μόνο με μία δυνατή συγκίνηση συνειδητοποιούμε πόση ψυχική δύναμη διαθέτουμε.
- Όμορφα τα λες, αλλά ώρες ώρες όλο αυτό με κουράζει. Δε θέλω να πληγώνομαι, θέλω απλώς να ζω όμορφα. Θέλω να είναι όλα εύκολα.
- Είναι η αρχή γλυκό μου κοριτσάκι, είναι η αρχή.


Έτσι λοιπόν, το κορίτσι αφέθηκε ολοκληρωτικά στη σχέση αυτή, έδωσε τα πάντα, θυσίασε τα πάντα. 
Δέθηκε πολύ. Και ο καιρός περνούσε.
Και έφτασε μια μέρα που η σχέση αυτή δεν της προσέφερε όσα στην αρχή. Έμεινε στάσιμη, σταμάτησε να εξελίσσεται. 
Ακίνητη, σα νεκρή. 
Το ενδιαφέρον εξατμιζόταν, μαζί με τον έρωτα της για κείνον. Έμενε η αγάπη όμως. 
Μικρό κορίτσι ήταν, τι να σου κάνει μόνο η αγάπη σε τούτη την ηλικία; 
Δεν ήθελε, όμως, να διακόψει αυτή τη σχέση. Της ήταν δύσκολο. 
Δεν ήξερε όμως πως η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει.
[..]
Μια μέρα από τις επόμενες, χώρισαν. Αναμενόμενο. Η κοπέλα ήταν καταρρακωμένη ψυχολογικά στην αρχή. Προσπαθούσε για κάποιες μέρες να το συνειδητοποιήσει. Ώσπου το συνειδητοποίησε και προσπάθησε να βάλει σε μία σειρά τη ζωή της. Έκλαψε, ναι. Προφανώς και θα κλάψει. Τι περίμενες; Το κλάμα λειτουργεί ως φάρμακο άλλωστε για κείνη. 
Κλαίει συχνά για να ξεσπάσει, επειδή κρατάει πολλά πράγματα μέσα της και το σώμα της ασφυκτιά, δεν την αντέχει. Πρέπει να το καταπολεμήσει αυτό κάποια στιγμή.
Μην την λυπάσαι. 
Δεν θέλει κάτι τέτοιο.



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι. 
Ένα μικρόσωμο κορίτσι που είχε, πλέον, πολύ μεγάλα όνειρα. 
Είχε μεγάλη καρδιά, πολύ μεγάλη. Ήταν δοτικός ανθρωπος, ήθελε να βοηθάει όποιον την είχε ανάγκη, όποιον ζητούσε τη βοήθεια της. Ήταν καλή με όλους. Ο κόσμος συχνά την χρησιμοποιούσε κι εκείνη το καταλάβαινε μα αδιαφορούσε. Αρκούνταν στο να είναι καλός άνθρωπος και να τα έχει καλά με τη συνείδησή της. Ήταν έξυπνη. Μπορούσε ν' ανιχνεύει τις προθέσεις κάποιου με την πρώτη ματιά. Συμπαθούσε και αντιπαθούσε με ένα βλέμμα μονάχα. Λόγω αύρας θες, λόγω ενστίκτου, ποτέ πάντως δεν έπεφτε έξω στους ανθρώπους.
Ήταν όμορφη, τουλάχιστον έτσι της έλεγαν.

Βγήκε στο μπαλκόνι της και άρχισε να καπνίζει με αδικαιολόγητη μανία. Αυτά τα τσιγάρα με άρωμα βανίλιας είναι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή.
Ξημέρωνε σιγά σιγά, γύρω στις 6 θα 'ταν. 
Σκεφτόταν. Εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένη. 
Ένας χρόνος μετά κι όμως όλα φαίνοταν τόσο ίδια.
Η μοναξιά βοηθάει καμιά φορά. Ξεδιαλύνεις ευκολότερα τις σκέψεις σου και επικεντρώνεσαι στον εαυτό σου. Καμιά φορά όμως μπορεί να λειτουργήσει και μ' έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Κρατούσε ενα ποτήρι παγωμενο κρασί στο χέρι. Κόκκινο, του πάθους.
Αφήνει λίγο το ποτήρι στο κάγκελο. Απρόσεκτο κορίτσι. 
Κοιτάει τον ουρανό. Μαυρίλα. Έτσι και η ψυχή της.
Μονάχα μερικά αστεράκια, μικρά, πολύ μικρά, ξεχωρίζουν στον ουρανό. 
Τα δικά της αστεράκια που είναι να φωτίσουν τον ουρανό της; Απρόσεκτο κορίτσι. 
Και ξαφνικά φυσάει αεράκι και, πριν προλάβει το κορίτσι να το πιάσει, πέφτει κάτω και σπάει σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια.
Και το κορίτσι τρομάζει και σκύβει πανικόβλητο να τα μαζέψει. 
Διαλυμένο το ποτήρι στο μπαλκόνι και εκείνη ένα ένα μαζεύει τα κομμάτια. Έτσι και η ψυχή της.
Κόκκινο κρασί παντού, κόκκινο σαν αίμα. 
Ματωμένο το πάτωμα. Έτσι και η ψυχή της.

Ήταν καλοκαίρι και έκανε πολύ ζέστη. 
Και, εν αντιθέσει, με τα παραμύθια που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα δεν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: