8 Αυγ 2017

Μια στιγμή αδυναμίας



Κανένας δε με είδε όπως εσύ
Κοιτούσαν όλοι μα δεν έβλεπαν
Δε θέλησαν ποτέ πραγματικά να δουν

Τόσα καλοκαίρια ενηλικίωσης 
Εγκλωβισμένα σ' ένα χειμώνα μέσα

Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια
Ή και βασανιστικά αργά

Κανένας δε μ' αγκάλιασε όπως εσύ
Ούτε με χάιδεψε
Ούτε μου σκούπισε τα δάκρυα
Μονάχα εσύ

Καλοκαίρι μ' άφησες
Και δεν ξέρω αν θα με ξαναβρείς

Να γυρνούσα τα ρολόγια πίσω
Για ένα χαμόγελο σου μόνο

Λείπεις
Μα εγώ ακόμα εδώ
Κλαίω στους τέσσερις τοίχους
Όπως έκανα και τότε

Και τώρα βράδιασε
Πάντα βραδιάζει
Τί συνήθειο κι αυτό

Ο χειμώνας παραμονεύει στη γωνία
Όπως κι ο θάνατος
Ευτυχισμένος να 'σαι θέλω
Κι ας είναι αυτή η τελευταία μου επιθυμία

Πονάω μακριά σου
Γερνάω μακριά σου
Μα θέση δεν αλλάζω
Ακίνητη
Εδώ

Κι αν πεθάνουμε να μας θάψετε μαζί
Ξέρω τί σας λέω

Μετρώ τα καλοκαίρια μακριά σου
Εσύ;

9 Ιουλ 2015

Η δική μου ωραιότερη λέξη.




Διάβαζα τις προάλλες ένα άρθρο που περιέγραφε ένα πρωτότυπο δημοσιογραφικό παιχνίδι τ' οποίο έλαβε χώρα πριν από περίπου 80 χρόνια και δημοσίευε τις απόψεις μερικών εκ των σπουδαιότερων λογοτεχνών, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, αλλά και πολιτικών της εποχής.
"Ποια είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;", αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998).

Το άρθρο αναφέρθηκε σε πολλούς ανθρώπους, εκ των οποίων, ξεχώρισα τον Σπύρο Μελά με τη λέξη "ελευθερία", τον Ουμβέρτο  Αργυρό με τη λέξη "χάρμα", τον Μιχαήλ Τόμπρο με τη λέξη "ουσία". Τους Δημήτριο Γερανιώτη και Δημήτριο Μπισκίνη με τις λέξεις "αρμονία" και "όνειρο" αντίστοιχα, καθώς και τον Παύλο Νιρβάνα (Πέτρος Κ. Αποστολίδης) με τη λέξη "θάλασσα".
Ως προς τις γυναίκες, διαφοροποιήθηκε η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία δολοφονήθηκε άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, και πίστευε πως η ωραιότερη λέξη απ' όλες είναι αυτή που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, η λέξη "ζωή".

Ολοκληρώνοντας το άρθρο, συνειδητοποίησα, προς έκπληξή μου, πως κανένας δεν είχε πει την πιο σημαντική, τη λέξη "αλληλεγγύη".
Τόσο απλή, μα ταυτόχρονα τόσο σπουδαία που όμοιά της δεν υπάρχει. 
Μια έννοια που ανοίγει τα φτερά της και αγκαλιάζει σφιχτά πολλές άλλες, όπως αγάπη, αδελφικότητα, αλληλοβοήθεια, ανθρωπιά, αυτοθυσία, ενότητα, συμπόνοια, φιλία.
Μια έννοια, τόσο δυνατή, που στο πέρασμά της συγκινεί, προβληματίζει και αλλάζει ριζικά ζωές.

Αλληλεγγύη. 
Λέξη πρόσφυγας.
Ξεχασμένη, παρατημένη στην τύχη της, όπως και 'κείνοι.

Πάνω από 4 εκατομμύρια οι Σύριοι πρόσφυγες. Τέσσερα χρόνια πόλεμος. 
Ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων βρίσκεται στη γειτονική Τουρκία και ανέρχεται στα 1,8 εκατομμύρια. Άλλοι 270.000 Σύριοι ζητούν άσυλο στην Ευρώπη. Υπολογίζεται ότι 7,6 εκατομμύρια βρίσκονται εκτοπισμένοι μέσα στη Συρία.
Άνθρωποι κυνηγημένοι ζητούν καταφύγιο σε άλλες χώρες κουβαλώντας, σε σακούλες πολλές φορές, τα λιγοστά προσωπικά τους αντικείμενα. Γυναίκες που κουβαλούν στα σπλάχνα τους μωρά τρέχουν να σωθούν απελπισμένες. Ξεριζωμένοι από το σπίτι τους, από τον τόπο τους, ζητούν τη βοήθειά σου. 
Δεν καταφέρνουν όμως όλοι να φτάσουν στις διάφορες χώρες υποδοχής. Πτώματα που επιπλέουν στη θάλασσα και δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά έναν ακόμη αριθμό.
Υγρός τάφος η Μεσόγειος και μόνο τα δικά μου μάτια νιώθω να βουρκώνουν. Κι ας μην ήξερα κανέναν απ' αυτούς. Άνθρωποι ήταν και χάθηκαν παλεύοντας για ένα καλύτερο αύριο, τόσο για κείνους, όσο και για τα παιδιά τους. 
Κι αυτό μου αρκεί για να σκιστεί η καρδιά μου στα δύο.

Και κάπως έτσι, τα πολιτικά τεκταινόμενα φαντάζουν -και είναι- εντελώς ασήμαντα.
Εσύ φωνάζεις "συμφωνία", εγώ "ανθρωπιά".
Εσύ φωνάζεις "Ευρώπη", εγώ "φασισμός".
Εσύ φωνάζεις "ευρώ πάση θυσία", εγώ "ανθρωπιά πάση θυσία".
Εσύ μιλάς για πατρίδες, σημαίες και σύνορα, ενώ εγώ για ελευθερία.
Γι' αυτό δε θα με καταλάβεις ποτέ.

Αλληλεγγύη. 
Αυτή είναι η δική μου ωραιότερη λέξη.
Γιατί η ζωή είναι ΑΓΑΠΗ.




4 Οκτ 2014

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.




Δεν ανήκε πουθενά.
Αγαπούσε τη γαληνεμένη, ελαφρώς ρυτιδιασμένη θάλασσα.
Είχε μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς, κυματιστά. 
Γοργόνα των βυθών και των καιρών. Των παιδικών της χρόνων.
Στα χείλη της αλμύρα, τρικυμία στην καρδιά της και κοράλλια στα μαλλιά της.
Ολάκερη η θάλασσα το σπίτι της, το βασίλειό της. 
Απέραντη και αυτόβουλη. Ατάραχη, μα και τρικυμισμένη.  
Όπως η θάλασσα, έτσι και κείνη.

Μαγεύεσαι τόσο από τα κάλλη της που τελικά την ερωτεύεσαι. 
Οι μεταξένιες παραλίες της με τα κάτασπρα βότσαλα, παρηγοριά στην απελπισία της ανθρώπινης ύπαρξής σου.
Το απέραντο γαλάζιο της, καταφύγιο της ψυχής σου. 
Όπως οι κοραλλιογενείς ύφαλοι για τα ψάρια. Έτσι κι αυτή για σένα.
Κορίτσι της άμμου καθώς ήταν, σε παρασύρει να χτίσεις κάστρα στις αμμουδιές της. 
Και χτίζεις μεγάλα κάστρα. Πολύ μεγάλα. Τόσες και οι ελπίδες σου.
Κανείς όμως δεν σου 'πε ποτέ πως τα κάστρα από άμμο γκρεμίζονται πανεύκολα.

Εξερευνείς σπιθαμή προς σπιθαμή το βυθό της, όμως ποτέ δεν σου είναι αρκετό. Επιθυμείς πάντα περισσότερο. 
Μια μορφή εξάρτησης. Το ναρκωτικό σου.
Τα φύκια σε τυλίγουν στα βάθη της και συ αφήνεσαι.
Σου έχει γίνει εμμονή. Τη σκέφτεσαι συνέχεια.
Μάταια προσπαθείς να την κρατήσεις στις παλάμες σου, το νερό δε φυλακίζεται.
Παίρνεις τα ψάρια της και τα βάζεις σε γυάλα. 
Μα εκείνα δεν αντέχουν μακριά της και πεθαίνουν. 
Χωρίζεται η μάνα από το παιδί βρε ηλίθιε;
Απόγνωση σε κυριεύει.
Κοιμάσαι και ξυπνάς στην ακτή της για να μην τη χάσεις απ' τα μάτια σου.
Και αυτό συνεχίζεται για μέρες, βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια.
Μα δε τη ρώτησες ποτέ πως νιώθει για όλα αυτά. Γι' αυτή σου την μανία να μην την αφήνεις λεπτό μόνη.
Κι αυτό ήταν λάθος σου.

Ξάφνου, σύννεφα αιφνιδίως εμφανίζονται. 
Μελτέμια, καταιγίδες και φουσκοθαλασσιές κι ας ήταν καλοκαίρι.
Το ήξερες, καταβάθως, πως στων ματιών της τις γαληνεμένες θάλασσες ξεθυμαίνουν οι χειρότερες φουρτούνες. Μα το αγνόησες. 
Κι αυτό ήταν λάθος σου.

Τα κύματα βγήκαν στην ακτή και τράβηξαν μέσα τους το καλοκαίρι.
Η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς και μια χλωμή φθινοπωρινή νύχτα έκανε την εμφάνισή της. 
Απεχθής εποχή για σένα, αγαπημένη δική της.
Μάτια είχες, μα δεν έβλεπες.
Βούτηξες με θολωμένο μυαλό στα φουρτουνιασμένα καταγάλανα νερά της.
Μίσος, μετάνοια, θλίψη, απελπισία.
Στα καλέσματά σου, εκείνη ασάλευτη. Έβλεπες από μακριά τα πορφυρά μαλλιά της ν' ανεμίζουν και μαύρα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια σου μην μπορώντας να τη φτάσεις.
Τη ρώτησες "γιατί", μα δεν απάντησε.
Της φώναξες πως την αγαπάς. Τίποτα.
Ένιωσες την αδικία να σε πνίγει. Μα κάτι άλλο σ' έπνιγε.
Ούρλιαξες πως είναι δική σου και απαιτείς την αγάπη της.
Άστραψε και βρόντηξε όλη η πλάση τότε. 
Ρουφήχτρες έκαναν την εμφάνισή τους.
Τα κάστρα σου καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Και συ, σιγά σιγά αφέθηκες στην αγκαλιά της και άρχισες να χάνεις τις αισθήσεις σου. 

Μα λίγο πριν πνιγείς στ' όνειρο, ξυπνάς στη ζωή.
Ανοίγεις τα μάτια λουσμένος στον ιδρώτα.
Κρατάς την αναπνοή σου και κοιτάς για λίγα δευτερόλεπτα τον άσπρο τοίχο απέναντί σου.
Τώρα κατάλαβες..




*Ο τίτλος είναι παρμένος από το ποίημα "Η θάλασσα", του Ντίνου Χριστιανόπουλου.