4 Οκτ 2014

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.




Δεν ανήκε πουθενά.
Αγαπούσε τη γαληνεμένη, ελαφρώς ρυτιδιασμένη θάλασσα.
Είχε μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς, κυματιστά. 
Γοργόνα των βυθών και των καιρών. Των παιδικών της χρόνων.
Στα χείλη της αλμύρα, τρικυμία στην καρδιά της και κοράλλια στα μαλλιά της.
Ολάκερη η θάλασσα το σπίτι της, το βασίλειό της. 
Απέραντη και αυτόβουλη. Ατάραχη, μα και τρικυμισμένη.  
Όπως η θάλασσα, έτσι και κείνη.

Μαγεύεσαι τόσο από τα κάλλη της που τελικά την ερωτεύεσαι. 
Οι μεταξένιες παραλίες της με τα κάτασπρα βότσαλα, παρηγοριά στην απελπισία της ανθρώπινης ύπαρξής σου.
Το απέραντο γαλάζιο της, καταφύγιο της ψυχής σου. 
Όπως οι κοραλλιογενείς ύφαλοι για τα ψάρια. Έτσι κι αυτή για σένα.
Κορίτσι της άμμου καθώς ήταν, σε παρασύρει να χτίσεις κάστρα στις αμμουδιές της. 
Και χτίζεις μεγάλα κάστρα. Πολύ μεγάλα. Τόσες και οι ελπίδες σου.
Κανείς όμως δεν σου 'πε ποτέ πως τα κάστρα από άμμο γκρεμίζονται πανεύκολα.

Εξερευνείς σπιθαμή προς σπιθαμή το βυθό της, όμως ποτέ δεν σου είναι αρκετό. Επιθυμείς πάντα περισσότερο. 
Μια μορφή εξάρτησης. Το ναρκωτικό σου.
Τα φύκια σε τυλίγουν στα βάθη της και συ αφήνεσαι.
Σου έχει γίνει εμμονή. Τη σκέφτεσαι συνέχεια.
Μάταια προσπαθείς να την κρατήσεις στις παλάμες σου, το νερό δε φυλακίζεται.
Παίρνεις τα ψάρια της και τα βάζεις σε γυάλα. 
Μα εκείνα δεν αντέχουν μακριά της και πεθαίνουν. 
Χωρίζεται η μάνα από το παιδί βρε ηλίθιε;
Απόγνωση σε κυριεύει.
Κοιμάσαι και ξυπνάς στην ακτή της για να μην τη χάσεις απ' τα μάτια σου.
Και αυτό συνεχίζεται για μέρες, βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια.
Μα δε τη ρώτησες ποτέ πως νιώθει για όλα αυτά. Γι' αυτή σου την μανία να μην την αφήνεις λεπτό μόνη.
Κι αυτό ήταν λάθος σου.

Ξάφνου, σύννεφα αιφνιδίως εμφανίζονται. 
Μελτέμια, καταιγίδες και φουσκοθαλασσιές κι ας ήταν καλοκαίρι.
Το ήξερες, καταβάθως, πως στων ματιών της τις γαληνεμένες θάλασσες ξεθυμαίνουν οι χειρότερες φουρτούνες. Μα το αγνόησες. 
Κι αυτό ήταν λάθος σου.

Τα κύματα βγήκαν στην ακτή και τράβηξαν μέσα τους το καλοκαίρι.
Η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς και μια χλωμή φθινοπωρινή νύχτα έκανε την εμφάνισή της. 
Απεχθής εποχή για σένα, αγαπημένη δική της.
Μάτια είχες, μα δεν έβλεπες.
Βούτηξες με θολωμένο μυαλό στα φουρτουνιασμένα καταγάλανα νερά της.
Μίσος, μετάνοια, θλίψη, απελπισία.
Στα καλέσματά σου, εκείνη ασάλευτη. Έβλεπες από μακριά τα πορφυρά μαλλιά της ν' ανεμίζουν και μαύρα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια σου μην μπορώντας να τη φτάσεις.
Τη ρώτησες "γιατί", μα δεν απάντησε.
Της φώναξες πως την αγαπάς. Τίποτα.
Ένιωσες την αδικία να σε πνίγει. Μα κάτι άλλο σ' έπνιγε.
Ούρλιαξες πως είναι δική σου και απαιτείς την αγάπη της.
Άστραψε και βρόντηξε όλη η πλάση τότε. 
Ρουφήχτρες έκαναν την εμφάνισή τους.
Τα κάστρα σου καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Και συ, σιγά σιγά αφέθηκες στην αγκαλιά της και άρχισες να χάνεις τις αισθήσεις σου. 

Μα λίγο πριν πνιγείς στ' όνειρο, ξυπνάς στη ζωή.
Ανοίγεις τα μάτια λουσμένος στον ιδρώτα.
Κρατάς την αναπνοή σου και κοιτάς για λίγα δευτερόλεπτα τον άσπρο τοίχο απέναντί σου.
Τώρα κατάλαβες..




*Ο τίτλος είναι παρμένος από το ποίημα "Η θάλασσα", του Ντίνου Χριστιανόπουλου.